καλωσύνη

καλωσύνη
η
1) доброта; 2) доброе дело, благодеяние; любезность,, услуга;

κάντε μου ( — или έχετε) την καλωσύνη — будьте любезны;

3) удобство, комфорт;

μ' όλες τίς καλωσύνες — со всеми удобствами;

4) хорошая черта характера, хорошее качество, достоинство (кого-л.);
5) хорошая погода; штиль;

σήμερα έχουμε καλωσύν — сегодня хорошая погода;

§ η καλωσύνη σας — ваша милость (в обращении)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλωσύνη" в других словарях:

  • καλωσύνη — η βλ. καλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… …   Dictionary of Greek

  • Odysseas Elytis — Saltar a navegación, búsqueda Odysseas Elytis Placa conmemorativa de Odysseas Elytis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta …   Wikipedia Español

  • Odysséas Elýtis — Placa conmemorativa de Odysséas Elýtis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta. Nombre completo Ο …   Wikipedia Español

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… …   Dictionary of Greek

  • ολόκαλος — ολόκαλος, ον (ΑΜ) πάρα πολύ καλός, γεμάτος καλωσύνη, ή πάρα πολύ ωραίος …   Dictionary of Greek

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • Χέμπελ, Φρίντριχ — (Hebbel, Βεσελμπούρεν 1813 – Βιέννη 1863). Γερμανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το γερμανικό τραγικό πνεύμα βρήκε σε αυτόν τον μεγάλο εκφραστή του στην τέχνη. Πρώτο δείγμα της δραματικής πρωτοτυπίας του X. ήταν η τραγωδία του Ιουδήθ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»